- αγλαόδωρος
- ἀγλαόδωρος, -ον (Α)αυτός που δίνει λαμπρά δώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + δῶρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγλαόδωρος — bestowing splendid gifts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόδωρον — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem acc sg ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοδώρου — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόδωρε — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόδωρ' — ἀγλαόδωρα , ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts neut nom/voc/acc pl ἀγλαόδωρε , ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek